- τανύζομαι
- τανύζομαι, τανύστηκα, τανυσμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:τανύζομαι : σπάνια η ενεργητική φωνή (τανύζω, βλ. πίν. 33
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακλαδίζομαι — ίστηκα, ισμένος 1. κάθομαι σταυροπόδι: Ανακλαδίστηκαν όλοι γύρω από το σοφρά. 2. Τεντώνομαι, τανύζομαι: Πήγα να ανακλαδιστώ, αλλά η μητέρα μου με κοίταξε αυστηρά και σταμάτησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)